- έπαλξη
- [-ις (-εως)] η1) зубчатая часть крепостной стены; 2) бойница; 3) бруствер; 4) оплот, твердыня, защита; στίς επάλξεις της ειρήνης на страже мира
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έπαλξη — η (AM ἔπαλξις) συν. στον πληθ. το ανώτερο οδοντωτό μέρος τού τείχους, που έχει ανοίγματα κατά διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν μέσα από αυτά οι αμυνόμενοι αρχ. μσν. αμυντικό κατασκεύασμα, ειδ. θωράκιο τείχους αρχ. 1. μτφ. προστασία,… … Dictionary of Greek
έπαλξη — η το ανώτατο οδοντωτό μέρος των τειχών φρουρίου ή πύργου παλιάς εποχής, πίσω από το οποίο προστατεύονταν οι υπερασπιστές τους πολεμώντας μέσω των ανοιγμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… … Dictionary of Greek
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κρινέλλιν — κρινέλλιν, τὸ (Μ) έπαλξη φρουρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. crenel] … Dictionary of Greek
μπεντένι — και πεντένι, το 1. έπαλξη τείχους 2. ναυτ. το μέσο σχοινιού το οποίο είναι διπλωμένο στα δύο και, ειδικά, το μέρος στο οποίο το σχοινί κάμπτεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. beden] … Dictionary of Greek
στηθαίο — το / στηθαῑον, ΝΜΑ προστατευτικό προτείχισμα νεοελλ. 1. προπέτασμα οχυρώματος πίσω από το οποίο στέκονται αυτοί που βάλλουν 2. κτιστό, ξύλινο ή μεταλλικό κατασκεύασμα προστασίας από πτώση μπροστά ή γύρω από κάτι, ύψους περίπου ώς το στήθος, αλλ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Λαμπρίας, Παναγιώτης — (Αθήνα 1926 – 2001). Πολιτικός, νομικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε αρκετές εφημερίδες –Εμπρός, Εστία, Ώρα– και διηύθυνε την εφημερίδα Μεσημβρινή κατά τις περιόδους 1961 67… … Dictionary of Greek